- σεβαστοφόρος
- ὁ, Α1. συν. στον πληθ. oἱ σεβαστοφόροιιερείς Ρωμαίου αυτοκράτορα, οι οποίοι τόν λάτρευαν ως θεό2. αξιωματούχος στην Αίγυπτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek